-
1 молодец
-дца κ. (λκ. ποίηση)•молодец α.
1. παλικάρι λεβέντης.2. παλ. υπάλληλος εμπόρου ή επιχειρηματία.3. βλ. молодчик (2 σημ.).4. -цом α) επίρ. ζωηρά λεβέντικα, παλικαρίσια, β) ως κατηγ. εύγε, μπράβο.εκφρ.молодец к -дцу – ο ένας καλύτερος από τον άλλον (όλοι διαλεγμένοι).
Перевод: с русского на греческий
с греческого на русский- С греческого на:
- Русский
- С русского на:
- Все языки
- Греческий
- Украинский